- χρωμοφωτογραφία
- η цветная фотография
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρωμοφωτογραφία — η, Ν 1. φωτογράφιση τών αντικειμένων με τα χρώματά τους 2. έγχρωμη φωτογραφική εικόνα, έγχρωμη φωτογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα + φωτογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στο περιοδικό Φύσις] … Dictionary of Greek
χρωμοφωτογραφία — η 1. η μέθοδος φωτογραφίας των χρωμάτων. 2. η φωτογραφική εικόνα που πάρθηκε με τη μέθοδο αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek